- ιεροσύληση
- η (Α ἱεροσύλησις) [ιεροσυλώ](πιθ. εσφ. γρ.) ιεροσυλία, σύληση ναού, διαρπαγή ή κλοπή ιερών αντικειμένων τού ναού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱεροσυλήσῃ — ἱεροσυλήσηι , ἱεροσύλησις temple robbery fem dat sg (epic) ἱεροσῡλήσῃ , ἱεροσυλέω rob a temple aor subj mid 2nd sg ἱεροσῡλήσῃ , ἱεροσυλέω rob a temple aor subj act 3rd sg ἱεροσῡλήσῃ , ἱεροσυλέω rob a temple fut ind mid 2nd sg ἱ̱εροσυλήσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)